- καλοζώ
- (α, ε) (αόρ. (ε)καλόζησα) 1. αμετ. жить хорошо;2. μετ. хорошо обеспечивать (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοζώ — 1. ζω με ευμάρεια και ευτυχία, χωρίς στερήσεις, καλοπερνώ 2. παρέχω σε κάποιον ευμάρεια, τού διαθέτω άφθονα τα προς το ζην, συντηρώ, διατρέφω κάποιον πλουσιοπάροχα («αυτόν τον γέρο τόν καλοζούν τα παιδιά του») … Dictionary of Greek
καλοζώ — καλόζησα, ζω καλά, καλοπερνώ: Εγώ καλόζησα στη ζωή μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») … Dictionary of Greek
καλοπερνώ — άω 1. καλοζώ, ζω άνετα, χωρίς στερήσεις («στο πατρικό της καλοπερνούσε») 2. ζω αρμονικά και με σύμπνοια με κάποιον 3. περνώ κάποιο χρονικό διάστημα ευχάριστα («καλοπεράσαμε στην εκδρομή») … Dictionary of Greek
ευημερώ — ησα, ζω άνετα, καλοζώ, καλοπερνώ, είμαι ευτυχισμένος, προοδεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)